Άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ. Δοχειαρίου Γέροντος Γρηγορίου
Ἀνήσυχος ὑπὲρ τὸ δέον, ζητῶ σὰν τὸ πιὸ ἀναγκαῖο πρᾶγμα στὴν ἐποχή μας νὰ κωδικοποιηθοῦν, ὄχι μόνον τῆς κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ἀλλὰ καὶ τῶν προκατόχων τους τὰ γκρεμίσματα καὶ οἱ καταστροφές, καὶ κυρίως αὐτὲς ποὺ σὰν ξαφνιάσματα πραγματοποιήθηκαν τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ στὸν πολιτικὸ κόσμο καὶ στὸν ἐκκλησιαστικό. Ἴσως πολλοὶ σκεφθοῦν ὅτι ἐβράδυνα.
Ἡ βραδύτητα ὅμως αὐτὴ θὰ μᾶς δώση καλύτερη εἰκόνα γιὰ τὰ ὅσα διεπράχθησαν σ᾽ αὐτὴν τὴν γωνιὰ τοῦ κόσμου.
Δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κράτη, ἀλλὰ πάντοτε ὑπῆρξε τὸ μοναδικὸ κράτος τῆς ὑψηλῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ.
Δὲν θριάμβευσε ποτὲ ἡ Ἑλλάδα στὸν τεχνικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ στὸν πνευματικό. Ἂν τὴν χαρακτηρίσουμε γωνιὰ τοῦ κόσμου, δὲν θὰ εἶναι ἄστοχο, γιατὶ σ᾽ αὐτὴν προσέκρουσαν ὅλοι οἱ πολιτισμοὶ τῆς γῆς.
Ὅλοι οἱ διψασμένοι θέλησαν νὰ ξεδιψάσουν ἀπὸ τὶς πηγές της καὶ ὅλοι οἱ πεινασμένοι νὰ χορτάσουν ἀπὸ τὰ ἐδέσματα ποὺ μαγείρεψαν οἱ αἰῶνες σ᾽ αὐτὸ τὸ κακκάβι τὸ ἐκλεκτό, ποὺ λέγεται Ἑλλάδα.
Δὲν εἶναι, ὅπως εἶπε ἕνας ὑπουργός, «ἕνα κράτος», ἀλλὰ «τὸ κράτος».
Αὐθαδίασαν οἱ μυσεροὶ καὶ κακόμοιροι, γιατὶ δὲν ἄντεχαν στοὺς ὤμους τους τέτοιες βαρειὲς κληρονομιές. Καὶ ἀπεφάσισαν νὰ σκορπίσουν τὴν οὐσία τῶν προγόνων τους καὶ νὰ κάνουν τὴν Ἑλλάδα ἕνα κράτος σὰν τὰ ἄλλα κράτη, ποὺ δὲν ἔδωσαν στὸν κόσμο παρὰ μόνον βαρβαρότητες καὶ σκοτασμούς.
Τὸ μπουχαρὶ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἔβρασε μόνον νερό, ἀλλὰ μαγείρεψε καὶ ἐδέσματα γιὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα καὶ πεπλατυσμένα στόματα καὶ καρδιὲς καὶ μυαλά. Σταματᾶτε, κοράκια, νὰ πετᾶτε μπροστὰ στὸν ἥλιο.
Ἡ Ἑλλάδα πάντα θὰ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὁ λύχνος ἐπὶ τῆς λυχνίας καὶ θὰ φέγγη σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Σταματᾶτε νὰ τσακίζετε καὶ νὰ γκρεμοτσακίζετε τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἑλλάδος. Δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι Ἀγαρηνῶν, οὔτε μισαλλόδοξων Εὐρωπαίων, ποὺ ἕνα πρωὶ ἀγουροξύπνησαν καὶ εἶδαν τοὺς ἑαυτούς τους ψηλὰ στεκούμενους.
Εἴμαστε λαός, ποὺ οἱ ρίζες μας εἶναι καλὰ στὴν γῆ βαλμένες. Κόψε, σφάξε, ρήμαξε, ἀπολίτιστε λαέ. Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ μικρὸ ριζίδιο θὰ ἀνεμίση φυτὰ καὶ δένδρα κατάκαρπα.
Σταμάτα, Μοροζίνη, ποὺ ὁ λαὸς σὲ ξέρει ΣΥΡΙΖΑ, νὰ βομβαρδίζης τὴν Ἀκρόπολη τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἑλλάδος. Ὅσες κανονιὲς καὶ νὰ ρίξης, αὐτὴ ἡ ἁγία Ἀκρόπολη δὲν θὰ πέση. Θὰ ἔχη καὶ σκεπὴ καὶ κίονες καὶ προπύλαια καὶ Καρυάτιδες, μὲ ὀμορφιὲς καὶ δόξες καλλιτεχνῶν.
Ὁ ἥλιος θὰ λάμπη στὴν Ἀκρόπολη. Στὰ δικά σας ὅμως μπουντρούμια δὲν θὰ φέξη ποτέ.
Κακοί οἰκονόμοι, ποὺ ὀνομάζεστε κρατοῦντες, φύκια νὰ φυτρώσουν στὸν τάφο σας. Ἀφῆστε τὴν Ἑλλάδα. Μὴ πνίγετε τὰ ἀπηχήματα τῶν αἰώνων. Μὴ περιμένετε ἀπὸ τὸν ξεπεσμένο τουρισμὸ νὰ ἐπιζήσετε.
Οἱ πατέρες μας, τρώγοντας ψωμὶ καὶ κρεμμύδι καὶ ἐλιὰ πικρή, μεγαλούργησαν καὶ στερέωσαν αὐτὸ τὸ μικρὸ κράτος. Τὸ καταλάβατε ὅτι σᾶς κρατᾶν οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἑλλάδος στὴν κυβέρνηση, γιὰ νὰ ἀποτελειώσετε τὴν Ἑλλάδα ποὺ δὲν πεθαίνει ποτέ; Σὰν σκιάχτρα σᾶς βλέπουμε.
Τὸ μόνο ποὺ κάνετε εἶναι νὰ βάζετε φόρους καὶ νὰ πίνετε τὸ αἷμα καὶ τὸν ἱδρῶτα τοῦ ἐργαζομένου. Ἐπιτέλους, θαφτῆτε σὲ γῆ ἄνικμη καὶ ἄνυδρη.
Γῆ ἑλληνική, πῶς ἀντέχεις καὶ δὲν ἀνοίγεις ρήγματα νὰ τοὺς καταπιῆς; Συνεχῶς αὐτὴ ἡ ἀπορία βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου.
Κύριε, ἐξολόθρευσον αὐτοὺς μέχρις ἑβδόμης γενεᾶς καὶ μνημόσυνο ποτὲ νὰ μὴ γίνη στὴν γῆ γιὰ σᾶς ποὺ ποδοπατήσατε τὰ πάντα.
Μίλησα καὶ γιὰ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ κωδικογράφηση.
Ἔχουμε καὶ ἐδῶ νὰ θρηνήσουμε καὶ νὰ κλάψουμε τὶς νέες δογματικὲς δοξασίες καὶ τὴν λεγόμενη μεταπατερικὴ θεολογία. Μὰ πόσο εὔστοχα τὴν ὠνόμασαν μετα-πατερική, ἀφοῦ πραγματικὰ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία. Ποιοί εἶναι οἱ «νέοι πατέρες» στὴν Ἐκκλησία; Οἱ καλοφορεμένες καὶ καλοφαγωμένες καὶ καλοποτισμένες κάργες, ποὺ δὲν παξιμάδιασαν ποτές τους, ἀλλὰ ἔφαγαν πάντοτε φρέσκο ψωμί, ὄχι ἀπὸ τοὺς φούρνους τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ τοῦ κόσμου;
Γι᾽ αὐτὸ ἔχουνε νὰ καταθέσουνε θεολογία, τὴν ὁποία δυστυχῶς, ὅταν τὴν διαβάζης, ἀντὶ νὰ εὐρύνεται ὁ νοῦς σου, σκοτίζεται, καὶ ἀντὶ νὰ πλαταίνη ἡ καρδιά, σφίγγεται σὰν κεῖνον ποὺ βρέθηκε ἄξαφνα στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καὶ βλέπει κάτω τὴν ἄβυσσο. Μέχρι τώρα τῶν ἁγίων Πατέρων τὴν διδασκαλία ἀναπλάθαμε καὶ προσπαθούσαμε μὲ πολλὴ συστολὴ νὰ τὴν δώσουμε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν κατανοήση.
Ποιό βιβλίο γράφεται σήμερα, χωρὶς παραπομπὲς ἀπὸ τὴν ἄπιστη καὶ ὀρθολογιστικὴ καὶ σχολαστικὴ Δύση; Ἀφοῦ, ἂν δὲν ξέρης ξένη γλῶσσα, δὲν μπορεῖς νὰ γίνης καθηγητὴς Πανεπιστημίου.
Ἀνακατέψαμε τὰ οὐράνια πράγματα μὲ τὰ δυτικὰ εὑρήματα τοῦ σκοτισμένου μυαλοῦ καὶ τῆς ἄκαρπης καρδιᾶς, καὶ ἡ ἐνασχόλησή μας εἶναι: «Εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ τοῦ Λουκᾶ ἢ δὲν εἶναι; Εἶναι αὐτὸ τὸ σύγγραμα ἡ διδασκαλία αὐτοῦ τοῦ πατέρα ἢ δὲν εἶναι;»
Καὶ ἔτσι, τὸ ρίξαμε στὴν ἔρευνα, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν ἔφεξε στὸν κόσμο. Ὁ κόσμος χαλάει κι ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε ποιὰ ἦταν ἡ νῆσος ποὺ τσακίστηκε τὸ καράβι ποὺ μετέφερε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὴν Ρώμη!
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ κόσμος δὲν καταφεύγει πιὰ σ᾽ αὐτούς. Ψάχνει πηγοῦλες σὲ κάποιες γωνιές, ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη Γεροντάδες.
Ἀλλὰ στὴν ὑπερβολική τους δίψα καὶ πείνα τοὺς ἀνέβασαν πιὸ ψηλὰ ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι στὴν πραγματικότητα καὶ βγῆκαν ζημιωμένοι καὶ τὰ γεροντάκια καὶ τὰ παλληκαράκια. Κι ἔτσι, τριγυρίζουν μέσα στὸν κόσμο καὶ παίζουν τὴν τυφλόμυγα.
Ξέχασαν καὶ οἱ Γεροντάδες αὐτοὶ ὅτι εἶναι ἄνθρωποι, ξέχασαν καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἀνθρώπους πλησίασαν καὶ μάλιστα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ὁ μέγας Ἀντώνιος εἶπε: «Οἱ χειρότεροι μοναχοὶ τῆς ἐποχῆς μας θὰ εἶναι οἱ καλύτεροι στοὺς ἐσχάτους χρόνους».
Κουραστήκαμε νὰ ἀκοῦμε γιὰ προορατικούς, γιὰ θαυματουργούς, γιὰ ἁγίους. Ρώτησα τὸν γερο-Γρηγόρη τῆς Σκήτης τοῦ Ξενοφῶντος:
– Ἦταν ἅγιος ὁ Σιλουανός;
– Καλὸς μοναχός, δὲν θὰ τὸν πῶ ὅμως ἅγιο.
Ὁ καθένας σήμερα ἀνύψωσε τόσο πολὺ τὸν γνώριμό του Γέροντα, ποὺ θὰ πῶ: «Βάρκα γυαλό, γιατὶ κινδυνεύεις. Ἴσα νερό, ἴσα βάρκα». Ποιὸς θὰ μπορέση νὰ γλυτώση τὸν κόσμο ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύγχυση δὲν γνωρίζω.
Κτίσαμε ἕνα πύργο τῆς Βαβέλ, μέσα στὸν ὁποῖο δὲν ἀκούγεται ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε. Ἄλλος βαράει κύμβαλο κι ἄλλος τουμπάκι.
Ἂς ἐπικαλεστοῦμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἔρθη καὶ σὲ μᾶς καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι σήμερα οἱ κρατοῦντες στὴν Ἐκκλησία.
Ἐμεῖς ζητοῦμε ἀνθρώπους ποὺ νὰ ἐρευνοῦνε μέσα τους τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουμε ἔλλειψη καὶ ἀνάγκη. Ἐδῶ καὶ χρόνια ἡ Ἐκκλησία δανείζεται, ἐντελῶς ἀμελέτητα, τὰ κουρέλια τῆς Δύσης, γιὰ νὰ ὑφάνη τὸν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν θεολογία ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ Δύση οὔτε κουρελοῦδες δὲν μποροῦμε νὰ ὑφάνουμε.
Καὶ οἱ «ἅγιοί» της, ὅσο καὶ μεγάλοι νὰ φαίνωνται στὸ στερέωμα τοῦ δυτικοῦ κόσμου, δὲν ἔχουνε πληρότητα. Τοὺς λείπει ἡ χάρις. Δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν στὶς καρδιές μας. Κάτι πᾶμε νὰ θαυμάσουμε ἀπὸ τὰ κατορθώματά τους καί, ὅσο προσπαθοῦμε νὰ ἐντρυφήσουμε στοὺς βίους τους, χανόμαστε· οὔτε παλαμάκια σωτηρίας δὲν μποροῦμε νὰ παίξουμε.
Ἔχουμε πολλὴ ἀνάγκη νὰ κρατήσουμε τὴν πατρῴα γῆ καὶ τὸ πατροπαράδοτον σέβας. Ἂς δώση ὁ Θεὸς νὰ μείνουμε Ἕλληνες καὶ ὀρθόδοξοι καὶ δὲν μᾶς χρειάζονται οὔτε οἱ ὄνοι τῆς Ἀνατολῆς, οὔτε οἱ ἡμίονοι τῆς Εὐρώπης.
Βάστα, Ἐκκλησία, τὰ γκέμια. Μὴ φοβᾶσαι· θὰ ματώσουν τὰ χέρια σου, ἀλλὰ καλὸ θὰ κάνης. Μὴν ἀφήνης νὰ ἀνεμίζουνε τὰ βότανα τὰ δηλητηριώδη τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Θέσε φραγμὸ και ἀνέγειρε ληνό, γιὰ νὰ πιοῦμε τὸν ἄκρατο οἶνο ποὺ μᾶς ἄφησαν οἰ εὐλογημένοι πρόγονοί μας.
Σὲ εὔθετο χρόνο θὰ παραδώσουμε τὴν κωδικοποίηση τῶν κακῶν ποὺ μᾶς βρῆκαν ἀπὸ τοὺς ἄπιστους κρατοῦντες καὶ τοὺς βαρυϋπνοῦντες ποιμένες, οἱ ὁποῖοι στολίζονται, γιὰ νὰ φαίνωνται οἱ νυμφαγωγοὶ τοῦ κόσμου μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν τὸ πετυχαίνουν.
Ὁ Θεός, ποὺ σίγουρα ἀγαπᾶ καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἐκκλησία του, ἂς θέση τέρμα στὸ κακό. Καὶ σταματᾶτε, χριστιανοί μου, νὰ ἀναμασᾶτε τὴν κοσμογονία τοῦ Ἀντιχρίστου. Φτῦστε την, ὅπως φτύσατε τὸν διάβολο καὶ τὴν πομπή του στὸ βάπτισμα.
Τώρα ἔτσι πὼς τὰ κάνατε εἶναι σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἄκουσα νὰ λέη ἕνας παπᾶς σὲ μιὰ βάπτιση: «Φύτα, νονά, τὸ παιδί», ἀντὶ νὰ φτύνη τὸν διάβολο.
Καὶ τὸ παιδὶ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ κρύψη τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ φτυσίδια τῆς νονᾶς. (Καλὰ εἶναι τὰ ταχύρρυθμα σχολεῖα, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία βρέθηκε νὰ ἐφαρμοστοῦνε;)
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης