Στα λειτουργικά βιβλία της μονής εντάσσεται, όπως είδαμε, και η χειρόγραφη «Πρόθεσις», όπου υπάρχουν εγγραφές ονομάτων για μνημόνευση στη Θ. Λειτουργία. Έχει τον τίτλο: «Πρόθεσις της υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης Μυρτίας των Κουρητών πλησίον Γουρίτσας και Καλυδώνος λίμνης».
Είναι το μοναδικό χειρόγραφο «βιβλίο», που διασώθηκε χάρη στη λειτουργική του φύση. Πρέπει να φυλαγόταν στο ναό, που σώθηκε από τις διάφορες καταστροφές, και όχι σε κάποια βιβλιοθήκη ή σε άλλον χώρο, αφού ο, αρχικός τουλάχιστον, προορισμός του ήταν να περιλαμβάνει τα ονόματα που μνημονεύονταν στην ιερή Πρόθεση. Αχρονολόγητο, διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, με παλιά ξύλινη δερματόδετη βιβλιοδεσία, με απλά έκτυπα κοσμήματα.
Γύρω στο 1700 κάποιος υπεύθυνος, πιθανώς ο ηγούμενος Γρηγόριος, φρόντισε να αποκτήσει η μονή το επίσημο αυτό, ιδιαίτερα φροντισμένο βιβλίο. Σώζονται 38 σελίδες με μεταγενέστερη αρίθμηση και πολλά αποκομμένα φύλλα χωρίς αρίθμηση, καθώς και ποικίλα άλλα λυτά φύλλα και έγγραφα, η λεπτομερής μελέτη και έκδοση των οποίων θα αποκαλύψει ένα μέρος της ιστορίας της μονής.
Το βιβλίο, εκτός από τον πλούσιο αριθμό ονομάτων από κληρικούς, μοναχούς και κατοίκους της περιοχής, διασώζει και ένα πλήθος από πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία της μονής για 200 περίπου χρόνια (με μικρά διαλείμματα).
Οι εγγραφές είναι στην αρχή καλλιγραφημένες, στη συνέχεια πιο πρόχειρες. Οι παλαιότερες εγγραφές (πολλές με το χέρι του ηγουμένου Γενναδίου στις σσ. 1-12) χρονολογούνται από το 1702 και καλύπτουν τα χρόνια του 18ου και του 19ου αιώνα έως το 1873.
Αρχίζουν με εφτά ονόματα ιεραρχών και μοναχών της μονής: «Εδώ γράφομεν τα ονόματα των κτητόρων Παρθενίου αρχιερέως, Μακαρίου αρχιερέως, Φιλοθέου αρχιερέως, Ιωακείμ ιερομονάχου, Νικοδήμου μοναχού, Ευσταθίου, Θεοδώρου».
Τα ονόματα των αρχιερέων δεν μαρτυρούνται στην κτητορική επιγραφή του 1491, που σώζεται σε τοίχο του ιερού βήματος, δηλαδή στον αρχικό ναΐσκο, ενώ αναφέρονται τα ονόματα του ιερομονάχου Ιωακείμ και των τριών αδελφών του, οι οποίοι δαπάνησαν για τη δεύτερη αγιογράφησή του. Μένει για περαιτέρω διερεύνηση η σχέση όλων αυτών των «κτητόρων» με την ίδρυση της μονής.
Το βιβλίο αυτό, που καταγράφει την πνευματική παρουσία της μονής μέσα σε δύο περίπου αιώνες, έχει μεγάλη αξία και για όσους θα ήθελαν να μελετήσουν και την ιστορία της περιοχής. Επιλέγουμε μερικά μόνο ενδιαφέροντα στοιχεία, από τις πλούσιες μνείες:
Το 1712 ο ηγούμενος Γεννάδιος (εκ κώμης Μπροστοβάς του Αποκούρου), σημαντική, όπως είπαμε, μορφή της μονής, έλαβε την «προστασία» (έγινε προϊστάμενος) της αδελφότητας σε ηλικία 22 ετών (σ. 27) από τον μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Νεόφυτο. Το 1740 καταγράφει σε τέσσερις πυκνογραμμένες σελίδες (27-30) τα περιουσιακά στοιχεία της μονής, κτήματα, ζωντανά, άμφια και άλλα εκκλησιαστικά είδη. Ο ίδιος φρόντισε για την αγορά κτημάτων και ζώων (σ. 28), αλλά και για την ενίσχυση της μονής με εκκλησιαστικά βιβλία, εικόνες, καντήλια και άλλα αναγκαία, και μνημονεύει τον προκάτοχό του Γρηγόριο (1689 – 1711/12), που ανακαίνισε τη μονή (σ. 30).
Αλλά και άλλες πληροφορίες, μαζί με την οικονομική επιφάνεια, τις προσφορές και δωρεές, δίνονται μέσα από τις σελίδες της Προθέσεως, κομμάτια της ζωής από την ευρύτερη περιοχή και τα γύρω χωριά, εικόνες του δεσμού της μονής με τους πιστούς.
Έτσι, π. χ., θα δούμε εγγραφές ομάδων πιστών από χωριά της περιοχής, όπως Μπροστοβάς (σ. 8), Μαγούλα (σ. 11), Μόκιστα (σ. 12), Γεράνια (σ. 12), Μέγα Δένδρο (σ. 16), Χρυσοβίτισσα (σ. 16), καταθέσεις χρηματικών ποσών, π. χ. 30 δρχ. για να μνημονεύεται όνομα στη Μυρτιά, ή 28 δρχ. για μια «ξεφώνηση» (=εκφώνηση), προσφορά ενός αμπελιού το 1821 ή μιας αγελάδας το 1842.
Χαρακτηριστική η προσφορά του 1825 (σ. 23) «ένα δαμάλι άμαθον», η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, και κάποιος αρμόδιος σχολιάζει: «δεν εδόθη το άνωθεν δαμάλιον και κρίμα το γράψιμον οπού έγινεν».
Πολλοί πιστοί κάνουν πλουσιότερες προσφορές, όπως η μοναχή Αγάθη (σ. 4), που προσέφερε όλη την περιουσία της, χωράφια και ελιές, στη μονή (αχρονολόγητη). Και το 1835 η Ελένη θυγατέρα Καραθανάση άφησε με την ιδιόχειρη διαθήκη της τα υπάρχοντά της στη μονή (λυτό φύλλο).
Αξίζει να σημειωθούν και οι εκτενείς κατάλογοι των πιστών, εκκλησιαστικών και λαϊκών, που είχαν εγγραφεί στο βιβλίο της Προθέσεως, μαζί με τα ονόματα των μνημονευομένων συγγενών τους. Οι σημερινοί αναγνώστες θα αναγνωρίσουν ίσως κάποιους προγόνους τους.
Όταν το 1815 πέθανε ο τότε ηγούμενος Αθανάσιος και το μοναστήρι πέρασε δύσκολους καιρούς («ερήμωσε»), ανέλαβε ο ηγούμενος Παγκράτιος την ανασυγκρότηση της καταχρεωμένης μονής, κατέγραψε τα περιουσιακά στοιχεία, αλλά και τις εργασίες που φρόντισε ο ίδιος να γίνουν (ανανέωση ελαιοτριβείου, φύτεμα ελιάς κλπ.), όπως ο ίδιος σημείωσε.
Το 1821, διαβάζουμε (σ. 24), την 1η Ιανουαρίου «αρχίσαμεν να φυτέψομεν το αμπέλι του μοναστηρίου Μυρτιά στον κάμπο στην Κόστη. Ιδού φανερώνομεν και όσοι χριστιανοί βοηθούν για το άνωθεν αμπέλι» (καταγράφονται ονόματα και συγκεντρωτικά ποσά: 152,20, 345,20, 421,20 γρόσια).
Στις οικονομικές δραστηριότητες περιλαμβάνονται (σε λυτά φύλλα) και ενοικιαστήρια κτημάτων της μονής σε καλλιεργητές (1750-1849).
Έτσι φαίνεται η ζωή μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, με προσφορές και δωρεές, ευχές και ευλογίες. Στην Πρόθεση εικονίζεται ο δεσμός του λαού του Θεού με τη μονή της Μυρτιάς, που είναι και εργοδότης και προστασία των πιστών.