Όπως σε κάθε παλαιότερο μνημείο, σημαντική είναι η έμμεση χρονολόγηση που εξάγεται από την τεχνοτροπία της εικονογράφησης, αλλά ακόμη πιο σημαντική είναι η ίδια η μελέτη κάποιων επιγραφών που αναφέρονται σε οικοδομικές ή αγιογραφικές φάσεις και εργασίες.
Από τη μελέτη της εικονογραφικής τεχνοτροπίας και τη διερεύνηση της συγγένειάς της με άλλα χρονολογημένα έργα, έχουμε, όπως είπαμε, την κατά προσέγγιση χρονολόγηση των διάφορων φάσεων του πλούσιου αγιογραφικού διακόσμου. Από τις σωζόμενες επιγραφές αντλούμε βεβαιωμένα χρονολογικά στοιχεία για τις οικοδομικές φάσεις του ναού και την αγιογράφησή του, καθώς και πληροφορίες για τα πρόσωπα που συνετέλεσαν στην πραγματοποίησή τους.
Ι. Η παλιότερη χρονολογία σώζεται στην τοιχογραφία δυτικά της νότιας θύρας στο σημερινό ιερό βήμα (που ήταν το αρχικό Καθολικό του μοναστηριού). Σε τετράγωνο πλαίσιο, η παλιά επιγραφή με ωραία κεφαλαία γράμματα λέγει:
Ανηγέρθη και ανηστορήθη ο θείος και
πάνσεπτος ναός της υπεραγίας δεσποίνης
ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας της
Φανερωμένης
διά συνδρομής κόπου τε και εξόδου του τιμι
ωτάτου εν ιερομονάχοις Ιωακείμ μετά
των αδελφών αυτού Νικοδήμου μοναχού
Ευσταθίου και Θεοδώρου και εις μνημόσυνον
των μακαρίων γονέων αυτών. Αμήν. Έτους ,ζ
ηνδικτιώνος θ’ Σεπτεβρίω κ’.
Εγένετο δε διά χειρός εμού Ξένου του Διγενή
εκ Μορέως και οι βλέποντες εύχεσθαί μοι διά τον Κύριον.
(και με μικρογράμματη γραφή):
Μνήσθητι Κύριε των δωρητών της αγίας μονής ταύτης
(Η μεταγραφή διατηρεί τις ορθογραφικές επιλογές του κειμένου).
Η επιγραφή αυτή αφορά τη δεύτερη φάση της αγιογράφησης του αρχικού μικρού ναού και μας δίνει τις εξής πληροφορίες:
1. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Φανερωμένη.
2. Εικονογραφήθηκε (σε δεύτερη φάση) με δαπάνη και κόπο του ιερομονάχου Ιωακείμ και των αδελφών του, μοναχού Νικοδήμου, Ευσταθίου και Θεοδώρου, εις μνήμην των γονέων τους.
3. Η επιγραφή γράφτηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 7000 (από κτίσεως κόσμου = 1491 από Χριστού), κατά την ένατη ινδικτιώνα, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες από τον ζωγράφο Ξένο Διγενή από την Πελοπόννησο1.
4. Δεν αναγράφεται η επωνυμία «της Μυρτιάς», η οποία, όπως φαίνεται, δεν είχε ακόμη καθιερωθεί, ενώ η ονομασία «Φανερωμένη» αναφέρεται στο γεγονός της ευρέσεως της εικόνας (που φανερώθηκε).
Η χρονολογία του έτους 1491 αναφέρεται στις πρόσθετες αγιογραφικές και όχι οικοδομικές εργασίες, που έγιναν στον αρχικό μικρό ναό, μνημονεύει τον ιερομόναχο, ίσως και ηγούμενο της μονής, τον μοναχό αδελφό του και άλλους δύο, προφανώς λαϊκούς, αδελφούς, των οποίων τα ονόματα μνημονεύονται και στην «Πρόθεση» της μονής, που δαπάνησαν για το έργο, εις μνήμην των γονέων τους.
ΙΙ. Άλλη γραπτή μαρτυρία με χρονολογική ένδειξη και πολύτιμες πληροφορίες διασωζόταν στην πίσω επιφάνεια της φορητής εικόνας της Παναγίας της Ελεούσας, που είχε αγιογραφηθεί κατά παραγγελία και είχε αποτεθεί στο Καθολικό της μονής. Σήμερα η τύχη της είναι άγνωστη. «Αφαιρέθηκε» μεταξύ των ετών 1972 και 1979. Σήμερα στην Ιερά Μονή σώζεται ακριβές αντίγραφο της εικόνας.
Ιστορήθη η πάνσεπτος αύτη και περικαλλής της Θεομή
τορος εικών διά χειρός τινός Ιωάννου Ζωγράφου και διά συν
δρομής του εξ Αιτωλίας ευτελούς Ευγενίου, του μεγάλοδρυΐτου.
Ωσαύτως και διά εξόδου του οσιωτάτου εν ιερομωνάχοις κυρίου
Κοσμά και ηγουμένου της μονής της υπεραγίας Θεοτόκου της κοινώς
Μυρτίας λεγομένης ή Μυρσινείας της ολίγον άποθεν κειμένης
της Καλυδώνος λίμνης. Κατά τούτους δε τους χρόνους
πολλή τις ην ταραχή και φορτία δυσβάστακτα2 κατά πάσαν
σχεδόν την καθ’ ημάς οικουμένην. Ήκμαζε δε προ πάντων
τα εν τη Κρήτη πολεμηκά.
Έτη από Χριστού ,αχνθ’ ,ζρξζ’
(Στη μεταγραφή διατηρούνται οι ορθογραφικές επιλογές του κειμένου)3.
Από την επιγραφή μαθαίνουμε ότι:
1. Αυτός που «ιστόρησε» την «ωραία» εικόνα ήταν κάποιος Ιωάννης Ζωγράφος, με άγνωστα τα άλλα του στοιχεία.
2. Μερίμνησε και δαπάνησε ο Ευγένιος ο Αιτωλός4.
3. Δαπάνησε και ο ηγούμενος της μονής Μυρτιάς Κοσμάς.
4. Ότι η μονή βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη λίμνη της Καλυδώνας (το αρχαίο όνομα της Τριχωνίδας) και έχει το όνομα «της Μυρτιάς».
5. Ότι την εποχή αυτή υπήρχε πολλή αναταραχή σχεδόν σε ολόκληρη την οικουμένη (στην ευρύτερη περιοχή).
6. Ειδικά στην Κρήτη γίνονταν μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις.
7. Δίνεται η χρονολογία κατά την οποία αγιογραφήθηκε η εικόνα της Παναγίας: 1659 (από Χριστού) = 7167 (από κτίσεως κόσμου).
ΙΙΙ. Μια μισοσβησμένη σήμερα επιγραφή αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών, που είχε μεταγενέστερα προστεθεί στο νάρθηκα και κατεδαφίστηκε το 1903:
Ανηγέρθη εκ βάθρων ο θείος και πάνσεπτος ναός των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ διά συνδρομής και εξόδου του πανοσιωτάτου καθηγουμένου και πνευματικού ιερέως κυρίου κυρ Νεστορίου επί της αρχιερατείας του πανιερωτάτου μητροπολίτου κυρίου κυρ Νεοφύτου κατά το 1712 έτος το κοσμοσωτήριον εν μηνί Δεκεμβρίω 20.
Η επιγραφή, που σήμερα έχει καλυφθεί από αιθάλη και είναι τελείως δυσανάγνωστη, καταγράφηκε από παλαιότερους ερευνητές.5 Η φωτογραφία, ωστόσο, του 1934, που περιέχεται στο λεύκωμα Λουκόπουλου, εκτός του ότι είναι πολύ δυσανάγνωστη, δεν ανταποκρίνεται παρά ελάχιστα στο εκδιδόμενο κείμενο. Ένα, βασικό παράδειγμα: το όνομα Μυρτιάς (στ. 5), που είναι ευανάγνωστο, παραλείπεται εντελώς. Ίσως σε προσεχή καθαρισμό του ναού, να γίνει δυνατή η ανάγνωσή του. Για την ώρα μένουμε στα στοιχεία που δίνει η έκδοση.
Οι πληροφορίες που δίνει είναι ενδιαφέρουσες:
1. Ο ηγούμενος Νεστόριος (;) ενίσχυσε οικονομικά την οικοδόμηση του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών.
2. Μητροπολίτης ήταν ο «κυρ Νεόφυτος» (πρόκειται για τον γνωστό και από αλλού λόγιο μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Νεόφυτο Μαυρομμάτη (1703 – 1722).
3. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στις 20 Δεκεμβρίου του 1712.
Οι χρονολογίες που διασώζουν οι επιγραφές είναι τα αδιάψευστα στοιχεία για τη ζωή της μονής από το πρώτο εκκλησάκι του 1200 έως τις μεταγενέστερες προσθήκες του 1712.
——————————
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ο ζωγράφος Ξένος Διγενής είναι γνωστός στους ειδικούς. Καταγόταν από το Μουχλί, χωριό ερειπωμένο σήμερα, στην περιοχή της Τριπόλεως και είχε αγιογραφήσει και άλλους ναούς στην Κρήτη και στην Ήπειρο. Ο Ορλάνδος μιλά πολύ επαινετικά για το έργο του.
2 Καθώς η εικόνα, και, φυσικά, η επιγραφή, δεν σώζονται, ο Ορλάνδος και οι άλλοι μελετητές ακολουθούν την αντιγραφή και ανάγνωση του Λουκόπουλου «φορτίον δυσβάστακτον», η φωτογραφία όμως που περιλαμβάνεται στο λεύκωμα Λουκόπουλου δεν αφήνει καμία αμφιβολία.
3 Ο Ορλάνδος εκδίδει Μυρτιάς και Μυρσίνης και παραλείπει το ρήμα ην (ταραχή). Εκδίδει επίσης το όνομα του ζωγράφου: τινός Ιωάννου ζωγράφου, και όχι Ζωγράφου, όπως πιστεύουμε, αφού το κείμενο δεν διακρίνει κεφαλαία και πεζά γράμματα.
4 Ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, ο οποίος, όπως φαίνεται από τον γραφικό χαρακτήρα, έγραψε το κείμενο πίσω από την εικόνα, είναι ο γνωστός λόγιος μοναχός (1595/97 – 1682) που καταγόταν από το Μέγα Δένδρο του Απόκουρου Αιτωλίας (μεγαλοδρυΐτης) και φαίνεται ότι εμόνασε για κάποιο διάστημα στη μονή Μυρτιάς. Μαθήτευσε κοντά σε σοφούς διδασκάλους της εποχής του, δίδαξε στην Άρτα, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στο Αιτωλικό, εργάστηκε ιεραποστολικά στο Καρπενήσι και αλλού.
Ο Ευγένιος, ανήσυχο πνεύμα, ζει τα έντονα γεγονότα του βενετοτουρκικού πολέμου (1645-1669) και ιδιαίτερα ενδιαφέρεται για τον απόηχο του πολέμου στην Κρήτη, που το 1659 εξελισσόταν ακόμη και έληξε με τη νίκη των Τούρκων επί των Βενετών και με την κατάληψη του νησιού.
Είναι όμως περίεργο το ότι, ενώ δαπάνησε ο ίδιος για να φιλοτεχνηθεί η εικόνα και έγραψε, όπως φαίνεται, ο ίδιος την επιγραφή στην πίσω όψη, δεν γνωρίζει τον αγιογράφο και τον ονομάζει τινός, κάποιου (άγνωστου;). Και ενώ ονομάζει περικαλλή την εικόνα, αδιαφορεί για τον ζωγράφο της. Όπως και αν έχει το πράγμα, πιστεύουμε ότι πρόκειται για οικογενειακό όνομα και όχι για επαγγελματικό, γι’ αυτό και το εκδώσαμε με κεφαλαίο: Ιωάννου Ζωγράφου.
5 Βλέπε: Δ. Λουκόπουλος, «Η εν Αιτωλία Μονή της Μυρτιάς», Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος 1928, σελ. 307 και Α. Κ. Ορλάνδος, «Βυζαντινά μνημεία Αιτωλοακαρνανίας. Η εν Αιτωλία Μονή της Μυρτιάς», Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος 9 (1961) 74 -112, σελ. 109 – 110.