Δεν είναι κάπου γραμμένη η πολύχρονη ιστορία της μονής, από τον καιρό που πρωτοϊδρύθηκε, γύρω στο 1200, έως σήμερα. Η επιστημονική έρευνα, με κορυφαίο τον καθηγητή Αναστάσιο Ορλάνδο, μελέτησε και ανάστησε ξεχασμένες μορφές και όψεις.
Παλαιότερα το μοναστήρι το είχε επισκεφθεί και μελετήσει με μεγάλη επιμέλεια και με σχετική επάρκεια ο δάσκαλος της περιοχής, αργότερα σημαντικός ερευνητής λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος, ο οποίος δημοσίευσε τα πoρίσματά του το 1928.[1] Το έργο του Λουκόπουλου είναι βασικό με τις πληροφορίες που διασώζει, κυρίως από τις επιγραφές, που με το πέρασμα του χρόνου άλλες καταστράφηκαν και άλλες καλύφθηκαν από την αιθάλη και κατέστησαν μη αναγνώσιμες. Ακόμη, σημαντική είναι η συμβολή του με τις αναφορές σε βιβλία που χάθηκαν, από όπου άντλησε σημαντικές εγγραφές για γεγονότα και πρόσωπα.[2]
Στηριγμένος και στο έργο του Λουκόπουλου, μελέτησε το μοναστήρι ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αναστάσιος Ορλάνδος, που ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική του μορφή και με τον εικονογραφικό διάκοσμο (1961). Μεταγενέστερες εργασίες μελετούν λεπτομερώς την αγιογράφηση του Καθολικού.
Η μονή ιδρύθηκε στα ερείπια παλιού μοναστηριού, όπως δείχνουν ευρήματα στην περιοχή.
Ο θρύλος, που σώζεται στις διηγήσεις των γερόντων και ζει ώς σήμερα στο στόμα των νεότερων, θέλει την εικόνα της Παναγίας να φεύγει από μοναστήρι της περιοχής και να κρύβεται στα κλαδιά μιας μυρτιάς.
Κατά την ιστορία, οι Βενετοί είχαν στην κατοχή τους τα κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου. Στη Ναύπακτο είχε εγκατασταθεί λατίνος καρδινάλιος, που επισκέφθηκε την περιοχή της Τριχωνίδας και λειτούργησε σε τρία μοναστήρια.
Το πρώτο, των Αγίων Αποστόλων, γνωστό με το όνομα Παλιομονάστηρο, ήταν χτισμένο στα ερείπια του αρχαίου Φίστυου. Της αρχαίας αυτής αιτωλικής πόλης, η οποία, κατά τους μύθους, συνδέεται με το αρχαίο Βουκάτιο, ερείπια σώζονται στη σημερινή Παραβόλα.
Το δεύτερο μοναστήρι ήταν στον Πέρεβο, στη σημερινή παραλίμνια τοποθεσία του Αϊ – Ηλιά, χτισμένο κι αυτό στα ερείπια αρχαίου ναού ή οικισμού.
Το τρίτο μοναστήρι ήταν του Φωτμού, στα παράλια της Τριχωνίδας.
Τα μοναστήρια αυτά θεωρήθηκαν «μολυσμένα» από την παρουσία του ετερόδοξου καρδιναλίου, γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκαν από μοναχούς και πιστούς.
Κατά την ευσεβή παράδοση, η εικόνα της Παναγίας έφυγε μετά την προσβολή, πέταξε από το δεύτερο μοναστήρι στον Πέρεβο, και εγκαταστάθηκε στη ρίζα μιας μυρτιάς, όπου τη βρήκε ένας βοσκός. Έτσι, κατά τον θρύλο πάντα, πήρε το όνομα «Μυρτιώτισσα». Στη θέση όπου βρέθηκε, ιδρύθηκε γύρω στο 1200 μικρό εκκλησάκι και μοναστήρι. Είναι άγνωστο πότε καθιερώθηκε το όνομα «της Μυρτιάς», που άλλαξε αργότερα και το όνομα του κοντινού χωριού από Γουρίτσα σε Μυρτιά. Ο ευσεβής θρύλος ένα γεγονός βεβαιώνει, ότι η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε με θαυματουργικό ή άλλο τρόπο στη νέα της θέση, όπου, ανάμεσα στις μυρτιές, ανεγέρθηκε, γύρω στο 1200 κατά τους ερευνητές, το μοναστήρι της Παναγίας.
Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία για το όνομα της μονής, σωζόταν από το έτος 1634/5 σε κτητορικό σημείωμα στο (χαμένο σήμερα) περγαμηνό χειρόγραφο (αρ. 34, φ. 108 β’) της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο: «Ετούτο το Βιβλίων έν’ (έναι, είναι) της Μυρτηάς» (όπως, με τον δικό του τρόπο έγραψε κάποιος μοναχός της εποχής).
Το 1659 η επιγραφή στο πίσω μέρος της φορητής εικόνας της Παναγίας, που φυλαγόταν στο Καθολικό της μονής, ονομάζει τη μονή «της Υπεραγίας Θεοτόκου της κοινώς Μυρτίας ή Μυρσινείας λεγομένης»[3]. Σήμερα η πρωτότυπη εικόνα δεν σώζεται. Στην Ιερά Μονή υπάρχει ακριβές αντίγραφο.
Γύρω στο 1700, η «Πρόθεση» της μονής (το χειρόγραφο βιβλίο όπου γράφονται τα ονόματα που μνημονεύει ο ιερέας στην Πρόθεση) τιτλοφορείται: «Πρόθεσις της υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης Μυρτίας των Κουρητών, πλησίον Γουρίτσας και Καλυδώνος λίμνης»[4].
Αν και δεν έχουμε παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες για την εποχή που καθιερώθηκε η ονομασία «της Μυρτιάς», οι νεότερες χρονολογίες από τον 17ο αιώνα συντηρούν τη συνεχή παρουσία του ονόματος στην εικόνα και στο μοναστήρι.
[1] Βλέπε: Δ. Λουκόπουλος, «Η εν Αιτωλία Μονή της Μυρτιάς», Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος 1928, σσ. 300-313 και Δ. Λουκόπουλος, «Θέρμος και Απόκουρο. Ιστορία – Αρχαιολογία – Λαογραφία». Εισαγωγή Δημ. Σταμέλου, Αθήνα2 2002.
[2] Λεύκωμα με φωτογραφίες και σημειώσεις από τις επισκέψεις του, ανεκτίμητο υλικό, προσέφερε στη μονή το 1979 ο γιος του Νίκος Λουκόπουλος, στη μνήμη του πατέρα του.
Το 2002 εκδόθηκε σε δεύτερη έκδοση το βιβλίο του Δ. Λουκόπουλου «Θέρμος και Απόκουρο», μια λογοτεχνική αφήγηση με τις αναμνήσεις από τις περιηγήσεις του στην περιοχή, από το 1892, όταν πρωτοπήγε δάσκαλος στο Απόκουρο. Για τη μονή Μυρτιάς βλ. στις σσ. 131-148. Οι πληροφορίες που διέσωσε είναι πολύτιμες, αν και μερικές αναγνώσεις και εγγραφές παρουσιάζουν κάποια λάθη.
[3] «Ιστορήθη η πάνσεπτος αύτη και περικαλλής της Θεομήτορος εικών διά χειρός τινός Ιωάννου Ζωγράφου και διά συνδρομής του εξ Αιτωλίας ευτελούς Ευγενίου, του μεγάλοδρυΐτου. Ωσαύτως και διά εξόδου του οσιωτάτου εν ιερομωνάχοις κυρίου Κοσμά και ηγουμένου της μονής της υπεραγίας Θεοτόκου της κοινώς Μυρτίας λεγομένης ή Μυρσινείας της ολίγον άποθεν κειμένης της Καλυδώνος λίμνης. Κατά τούτους δε τους χρόνους πολλή τις ην ταραχή και φορτία δυσβάστακτα κατά πάσαν σχεδόν την καθ’ ημάς οικουμένην. Ήκμαζε δε προ πάντων τα εν τη Κρήτη πολεμηκά. Έτη από Χριστού ,αχνθ’ ,ζρξζ’ ».
(Στη μεταγραφή διατηρούνται οι ορθογραφικές επιλογές του κειμένου).
[4] Την περιοχή στην αρχαιότητα, πριν από τους Αιτωλούς, την κατοικούσαν οι Κουρήτες, ένα ελληνικό φύλο, από το όνομα του οποίου προέρχονται οι ονομασίες Απόκουρο και Κουρήτις γη. Παραφθορά του ονόματος έδωσε πιθανώς την ονομασία Γουρίτσα. Απόηχος της ονομασίας ίσως να διατηρείται ακόμη στον λόφο πάνω από το Θέρμο, που λέγεται Κουρί.
Ο θρύλος σώζει και άλλες ερμηνείες του ονόματος: Αγορίτσα, κουρίτσια, με αφηγήσεις, όπως εκείνη κατά την οποία ο Αλή πασάς αναζητούσε τα όμορφα κορίτσια της περιοχής, που είχαν κρυφτεί για να γλιτώσουν, και ένα θαύμα απομάκρυνε τρομοκρατημένο τον τύραννο και έσωσε τα κορίτσια από τη σκλαβιά.